αλιχόνδρια

αλιχόνδρια
(halichondria). Γένος σπογγοζώων της τάξης των αλιχονδριδών της ομοταξίας των δημοσπόγγων. Ζουν στα ρηχά νερά κοντά στις ακτές. Κολλούν πάνω στους βράχους ή κάτω από πέτρες. To σώμα τους, που αποτελείται από ουσία σαν την ψίχα του ψωμιού, έχει μοναξονικές βελόνες, που συγκλίνουν στον κεντρικό πυρήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”